- ἅλλεσθαι
- ἅλλομαιsal-pres inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
haltera — ► sustantivo femenino DEPORTES Aparato para ejercicios gimnásticos y de halterofilia, formado por dos bolas o dos o más discos de metal colocados a ambos extremos de una barra. * * * haltera (del gr. «haltêres», pesos de plomo colocados en el… … Enciclopedia Universal
Ασκώλια — Ἀσκώλια, τα (Α) η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος ō(lο) . Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. *άσκωλος < *αν σκωλος (πρβλ. αφ ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα»… … Dictionary of Greek
συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
haltera — (Del lat. haltēres, y este del gr. ἁλτῆρες, correa con piedras usada por los saltadores, der. de ἅλλεσθαι, saltar). f. Dep. En la halterofilia, barra metálica con una bola o con discos en cada extremo … Diccionario de la lengua española